- μεσοούρανα
- ταβλ. μεσούρανα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσούρανα — και μεσοούρανα, τα 1. το μέσον τού ουρανού 2. (ως τοπ. επίρρ.) μεσούρανα και μεσοούρανα στο μέσο τού ουρανού, μεσουρανίς («μεσούρανα φάνηκε το άστρο). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ουρανός μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *μεσούρανος] … Dictionary of Greek